Ένα από τα φρικτότερα εγκλήματα που συνεκλόνισαν τη Νάουσσα και που σήμερα ακόμη όταν συζητούνται προκαλούν την εξέγερση των ψυχών και την απέχθεια όλων των πολιτών αδιακρίτως κομματικής τοποθετήσεως -με μικρή κάπως εξαίρεση τους αμετανοήτους και σκληρούς κομμουνιστάς- ήταν η άγρια σφαγή της δεκαεξάχρονης Όλγας. Το επίθετό της δεν το αναφέρουμε, γιατί θύτης και θύμα ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Αλλά το ξέρει όλη η Νάουσσα.
Οι γονείς της είχαν χωρίση... Η κοπελίτσα έμεινε με τη μητέρα της και ξενοδούλευε για να εξασφαλίση τη ζωή του σπιτιού. Ήταν σεμνή, όμορφη και ανοιχτόκαρδη. Η καλωσυνάδα της συντελούσε ώστε να είναι αξιαγάπητη σε όλους τους γνωστούς της. Κανέναν δεν πίκρανε με κανέναν δεν ήλθε ποτέ σε προστριβή.
Μια μέρα, του Σεπτεμβρίου του 1943 και μόλις το σκοτάδι άρχισε να καλύπτη τη ζωή της πόλεως, τρεις νεαροί την σταμάτησαν ενώ πήγαινε στο σπίτι της. Την πρόσταξαν να τους ακολούθηση γιατί -όπως την είπαν- ο πατέρας της ήθελε να της ανακοινώση κάτι πολύ σημαντικό που αφορούσε την οικογένειά της. Μολονότι οι νέοι ήταν άγνωστοι στην Όλγα, το γεγονός ότι ερχόντουσαν για λογαριασμό του πατέρα της που την καλούσε, δεν δίστασε να τους ακολουθήση. Παίρνοντας τον δρόμο προς την έξοδο, προχώρησαν γύρω στα τρία χιλιόμετρα. Αυτό δεν την ανησύχησε γιατί τελούσε εν γνώσει ότι ο πατέρας της υπηρετούσε στον ΕΛΑΣ σαν καπετάνιος. Κάποια στιγμή εμφανίσθηκε μπροστά της ο πατέρας της. Ζωσμένος στα άρματα και με μικρή γεννειάδα υποδέχθηκε την θυγατέρα του με θυμό και οργή που φανέρωνε άσχημες προθέσεις.
- «Τί κάνει, ομορφούλα, η μάνα σου;», τη ρώτησε. «Συνεχίζει να με μισεί; Πώς πάνε τα νταραβέρια της;».
- «Η μαμά είναι καλά», απάντησε η Όλγα. «Ποτέ της όμως δεν μ' άφησε να καταλάβω ότι τρέφει μίσος για σένα πατέρα».
- «Σκάσε!», της είπε ο αρματωμένος καπετάνιος. «Και προ παντός πάψε να με λες πατέρα».
Ταυτοχρόνως σκαμπίλισε την κορούλα του που άρχισε να κλαίει και να εκλιπαρή τον πατέρα της να ξαναγυρίση στο σπίτι του για να ζήση η οικογένειά τους καλύτερες ημέρες. Για λίγο στάθηκε συλλογισμένος ο ΕΛΑΣίτης πατέρας. Γρήγορα όμως ξανάρχισε να κτυπάη με βαναυσότητα την κόρη του.
- «Γιατί μπαμπά με χτυπάς; Τί σου έκαμα; Τί φταίω εγώ εάν χωρίσατε με τη μητέρα μου;».
Αντί για άλλη απάντηση, ο καπετάνιος έπιασε από τα μαλλιά την κόρη του και την έρριξε στο έδαφος. Και με ταχύτητα που θα ζήλευαν οι πιο έμπειροι εργάται των σφαγείων, άρχισε να κτυπάει με το μαχαίρι του το ίδιο του το παιδί. Το λιάνισε στην κυριολεξία. Η τελευταία του μαχαιριά που έκοψε την καρωτίδα της δεκαεξάχρονης Όλγας, ήταν η σφραγίδα που ο πατροκτόνος έβαζε στο φρικτότερο ασφαλώς έγκλημα που γίνηκε ποτέ στη μαύρη περίοδο 1943-1949. Κλωτσώντας το θύμα του, ο φονιάς έδωκε εντολή στους νεαρούς που είχαν συλλάβη την άτυχη Ελληνοπούλα, να της δώσουν την χαριστική βολή. Ένας από τους τρεις την πυροβόλησε στον κρόταφο.
Την ανατριχιαστική αυτή ιστορία, διηγείτο κατά το έτος 1947, ένας από τους μετανοήσαντας ΕΛΑΣίτας, που είχε ενταχθή στον σύλλογο που είχαν συγκροτήση πολλοί νέοι, οι οποίοι διαπιστώνοντας το εγκληματικό και απαίσιο έργο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είχαν συγκροτήση την οργάνωση, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Απόστολος Μπαλκατζής, που στο ΕΛΑΣ ήταν γνωστός σαν καπετάν Πιτσιρίκος.
Οι γονείς της είχαν χωρίση... Η κοπελίτσα έμεινε με τη μητέρα της και ξενοδούλευε για να εξασφαλίση τη ζωή του σπιτιού. Ήταν σεμνή, όμορφη και ανοιχτόκαρδη. Η καλωσυνάδα της συντελούσε ώστε να είναι αξιαγάπητη σε όλους τους γνωστούς της. Κανέναν δεν πίκρανε με κανέναν δεν ήλθε ποτέ σε προστριβή.
Μια μέρα, του Σεπτεμβρίου του 1943 και μόλις το σκοτάδι άρχισε να καλύπτη τη ζωή της πόλεως, τρεις νεαροί την σταμάτησαν ενώ πήγαινε στο σπίτι της. Την πρόσταξαν να τους ακολούθηση γιατί -όπως την είπαν- ο πατέρας της ήθελε να της ανακοινώση κάτι πολύ σημαντικό που αφορούσε την οικογένειά της. Μολονότι οι νέοι ήταν άγνωστοι στην Όλγα, το γεγονός ότι ερχόντουσαν για λογαριασμό του πατέρα της που την καλούσε, δεν δίστασε να τους ακολουθήση. Παίρνοντας τον δρόμο προς την έξοδο, προχώρησαν γύρω στα τρία χιλιόμετρα. Αυτό δεν την ανησύχησε γιατί τελούσε εν γνώσει ότι ο πατέρας της υπηρετούσε στον ΕΛΑΣ σαν καπετάνιος. Κάποια στιγμή εμφανίσθηκε μπροστά της ο πατέρας της. Ζωσμένος στα άρματα και με μικρή γεννειάδα υποδέχθηκε την θυγατέρα του με θυμό και οργή που φανέρωνε άσχημες προθέσεις.
- «Τί κάνει, ομορφούλα, η μάνα σου;», τη ρώτησε. «Συνεχίζει να με μισεί; Πώς πάνε τα νταραβέρια της;».
- «Η μαμά είναι καλά», απάντησε η Όλγα. «Ποτέ της όμως δεν μ' άφησε να καταλάβω ότι τρέφει μίσος για σένα πατέρα».
- «Σκάσε!», της είπε ο αρματωμένος καπετάνιος. «Και προ παντός πάψε να με λες πατέρα».
Ταυτοχρόνως σκαμπίλισε την κορούλα του που άρχισε να κλαίει και να εκλιπαρή τον πατέρα της να ξαναγυρίση στο σπίτι του για να ζήση η οικογένειά τους καλύτερες ημέρες. Για λίγο στάθηκε συλλογισμένος ο ΕΛΑΣίτης πατέρας. Γρήγορα όμως ξανάρχισε να κτυπάη με βαναυσότητα την κόρη του.
- «Γιατί μπαμπά με χτυπάς; Τί σου έκαμα; Τί φταίω εγώ εάν χωρίσατε με τη μητέρα μου;».
Αντί για άλλη απάντηση, ο καπετάνιος έπιασε από τα μαλλιά την κόρη του και την έρριξε στο έδαφος. Και με ταχύτητα που θα ζήλευαν οι πιο έμπειροι εργάται των σφαγείων, άρχισε να κτυπάει με το μαχαίρι του το ίδιο του το παιδί. Το λιάνισε στην κυριολεξία. Η τελευταία του μαχαιριά που έκοψε την καρωτίδα της δεκαεξάχρονης Όλγας, ήταν η σφραγίδα που ο πατροκτόνος έβαζε στο φρικτότερο ασφαλώς έγκλημα που γίνηκε ποτέ στη μαύρη περίοδο 1943-1949. Κλωτσώντας το θύμα του, ο φονιάς έδωκε εντολή στους νεαρούς που είχαν συλλάβη την άτυχη Ελληνοπούλα, να της δώσουν την χαριστική βολή. Ένας από τους τρεις την πυροβόλησε στον κρόταφο.
Την ανατριχιαστική αυτή ιστορία, διηγείτο κατά το έτος 1947, ένας από τους μετανοήσαντας ΕΛΑΣίτας, που είχε ενταχθή στον σύλλογο που είχαν συγκροτήση πολλοί νέοι, οι οποίοι διαπιστώνοντας το εγκληματικό και απαίσιο έργο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είχαν συγκροτήση την οργάνωση, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Απόστολος Μπαλκατζής, που στο ΕΛΑΣ ήταν γνωστός σαν καπετάν Πιτσιρίκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου