Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Διδάγματα από την Ιστορία (Ι)


«Ρόδα είναι και γυρίζει». Την γνωστή λαϊκή ρήση θυμίζει η πολιτική του ελληνόφωνου πολιτικού κατεστημένου, σ’ ό,τι αφορά τα Εθνικά μας θέματα και ιδιαίτερα στα της Μακεδονίας ΜΑΣ. Για να μην πάμε αρκετά πίσω χρονολογικά, ας επικεντρωθούμε στην διαχρονική εξέλιξη του ζητήματος, από την δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα, για να δείξουμε ξεκάθαρα ότι η εξωτερική πολιτική των διαφόρων ντόπιων κυβερνήσεων, πέρα από τους όποιους λεκτικούς τσαμπουκάδες και λεονταρισμούς, ταυτιζόταν πάντοτε με την ξενοδουλεία, καθώς οι όποιες αποφάσεις τους εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τα συμφέροντα των «μεγάλων συμμάχων». Εξετάζοντας προσεχτικά τα ιστορικά γεγονότα, μπορούμε να κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις με την σημερινή εποχή και να βγάλουμε συμπεράσματα, η ισχύς των οποίων ξεπερνά τα όρια μιας συγκεκριμένης περιόδου.

Εξετάζοντας, λοιπόν, τα τεκταινόμενα γύρω από το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα», κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’50, εξάγουμε, και Εμείς, τα δικά μας συμπεράσματα γενικής ισχύος. Το 1949 τερματίζεται ο εμφύλιος ή συμμοριτοπόλεμος με την στρατιωτική ήττα των κομμουνιστών στο Βίτσι και τον Γράμμο. Το ότι ο ρόλος του ΚΚΕ ήταν, αναμφίβολα, προδοτικός δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι η αντίπαλη πλευρά, το επίσημο Ελληνικό κράτος, κινούταν σε ανεξάρτητα μονοπάτια από τις θελήσεις των Βρετανών και (κυρίως) των Αμερικανών. Οι «νικητές» της σύρραξης 1946-49, όχι μόνο δεν κέρδισαν τίποτα από τις δικαιολογημένες διεκδικήσεις του Έθνους μας (Βόρειος Ήπειρος, Ανατολική Ρωμυλία, Βόρειος Μακεδονία, Κύπρος), αλλά ακόμη και τον κεντρικό ρόλο στον Βαλκανικό χώρο, ως «ευνοουμένων» των ΗΠΑ, είδαν να ανατίθεται όχι σ’ αυτούς αλλά στον Τίτο και την Γιουγκοσλαβία, η οποία από το 1948 είχε αλλάξει ουσιαστικά στρατόπεδο, ύστερα από την ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν. Ακόμη κι όταν η Ελλάδα μπήκε στο ΝΑΤΟ, ο Τίτο εξακολουθούσε να αποτελεί τον «Βαλκανιάρχη», μολονότι –τυπικά τουλάχιστον- δεν συνδεόταν με την ατλαντική συμμαχία.

Η ενδοϊμπεριαλιστική κόντρα ΗΠΑ-ΕΣΣΔ πάνω στο κατατραυματισμένο κορμί της κατεχόμενης Ευρώπης, έδωσε την δυνατότητα στον Τίτο να έχει τον ρόλο του «μπαλαντέρ». Το μετεμφυλιακό κράτος, δεμένο πλέον για τα καλά στο άρμα των αμερικανικών συμφερόντων, είδε ξαφνικά όχι μόνο να μην αναγνωρίζονται οι υπηρεσίες του στην «άμυνα του ελευθέρου κόσμου», αλλά και να παγώνουν οι Ελληνικές διεκδικήσεις για τα σκλαβωμένα εδάφη του Βορρά, σε Αλβανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία. Λίγο αργότερα είδε να παγώνουν και οι αντίστοιχες διεκδικήσεις για τα σκλαβωμένα εδάφη της Ιωνίας, να βλέπει τους τούρκους να εισβάλουν, κυριολεκτικά από το πουθενά, στο Κυπριακό ζήτημα, έχοντας κι αυτοί απαιτήσεις, ενώ πολύ χειρότερα (με την έννοια ότι υπήρξε πασιφανής ανάμειξη στα εσωτερικά ζητήματα της Χώρας) αναγκάστηκε να καταπιεί και την ουσιαστική αναγνώριση της μειονότητας της Θράκης ως τουρκικής και όχι μουσουλμανικής, όπως σαφέστατα όριζε η συνθήκη της Λωζάννης.

Κάθε νοήμων άνθρωπος, κάθε συνειδητοποιημένος Έλληνας που σέβεται τις έννοιες της Ιστορικής Αλήθειας, της Ελευθερίας, της Αξιοπρέπειας, της Τιμής, διαβάζοντας όλα τα παραπάνω μπορεί να καταλάβει ότι οι «νικητές» και οι «ηττημένοι» της εμφύλιας σύρραξης είχαν, τελικά, πολλά κοινά στοιχεία στο θέμα της υποτέλειας και της ξενοδουλείας. Ο Τίτο, από την μεριά του, δεν παρέμενε σε μια θέση άμυνας. Εκμεταλλευόμενος τις συγκυρίες και αισθανόμενος δυνατός, ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται απευθείας με τους Αμερικανούς και όχι με τον κάθε δουλοπρεπή στην κυβέρνηση της Αθήνας, άρχισε να εγείρει διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας, οι οποίες τυπικά αφορούσαν μόνο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και τις συγκοινωνιακές διόδους, ουσιαστικά όμως αφορούσαν ολόκληρη την ελεύθερη Ελληνική Μακεδονία. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι επίκειται κίνδυνος ακόμη και για την εδαφική ακεραιότητα της Χώρας. Αντιλήφθηκαν ότι οι Αμερικανοί κόπτονταν μόνο για τα δικά τους συμφέροντα, δίχως να νοιάζονται για τα δικαιώματα των δουλοπρεπών «συμμάχων» τους. Φοβόντουσαν ότι τα αφεντικά τους ήταν διατεθειμένα να δώσουν ακόμη και Ελληνικά εδάφη στον Τίτο, προκειμένου να τον «γλυκάνουν» και να τον έχουν στο πλάι τους στην ενδοιμπεριαλιστική διαμάχη, την οποία είχαν με την ΕΣΣΔ. Παρά τις όποιες «συστάσεις» των Αθηνών, οι Αμερικανοί «δεν χαμπάριαζαν» τίποτα. Έτσι, λίγο καιρό αργότερα, ο Τίτο πήρε αυτό που ζητούσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ενώ η ελληνική κυβέρνηση συνήψε και επίσημα τον άξονα Βελιγράδι-Αθήνα-Άγκυρα με συμφωνία, η οποία υπεγράφη στο παλάτι του Τίτου στο δαλματικό Μπριόνι. Μια συμφωνία, η οποία στο εσωτερικό δεν προπαγανδίστηκε ως «εθνική επιτυχία», αλλά σαν επιτυχία του ΝΑΤΟ, που θα έδινε την δυνατότητα «προέλασης μέχρι τον Δούναβη». Τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, δηλαδή, βρίσκονταν σε υψηλότερη θέση από τα Ελληνικά συμφέροντα. Δυστυχώς αυτή η ξενόδουλη και μειοδοτική στάση των εναλλασσόμενων κοινοβο(υ)λευτικών κυβερνήσεων συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ανεξαρτήτως «ιδεολογικής» τοποθέτησης των εκάστοτε τοποτηρητών, και αυτό το θλιβερό γεγονός αφορά σε όλα, ανεξαιρέτως, τα εθνικά μας θέματα. Τόσο οι δεξιές όσο και οι αριστερές πολιτικές παρατάξεις δεν μπόρεσαν (πολύ περισσότερο δεν ήθελαν) να ξεφύγουν από τα δεσμά των πατρόνων τους, με αποτέλεσμα ο ενδοτισμός και η υποτέλεια να γίνουν αναπόσπαστο συστατικό της ύπαρξής τους. Ειδικά σ’ ό,τι αφορά τα τρέχοντα τεκταινόμενα για την Μακεδονία ΜΑΣ, θα τα εξετάσουμε στην επόμενη αναφορά μας. ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ

ΠΗΓΗ: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/didagmata-apo-thn-istoria-i#.UDhkdtbN_08

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου