ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΝΗΣ
Μετά την αποτυχίαν των επιχειρήσεων εις την Βέργαν και το Διρό, ο Ιμπραήμ απεσύρθη εις την βάσιν του. Εμμένων σταθερώς εις τον σκοπόν του, την υποταγήν της Μάνης, αρχή η οποία ίσχυεν ανέκαθεν εις την διεξαγωγήν του πολέμου, αποφασίζει νέαν εκστρατείαν εναντίον της. Ινα αποφύγη τας δυσκολίας τας οποίας του παρουσίασεν το έδαφος της Δυτ. Μάνης και ιδίως η στενή διάβασις της Βέργας, καθώς και την ανάμνησιν της φοβεράς αποτυχίας εκ μέρους των στρατευμάτων του, αποφασίζει να εκτελέση την νέαν του επίθεσιν μέσω της Ανατολικής Μάνης. Προς τον σκοπόν τούτον συνεκρότησε κατάλληλον στρατιάν απο πεζικόν, ιππικόν και ορειβατικόν πυροβολικόν και αφού παρέλαβεν τας αναγκαίας ποσότητας εφοδίων, εκινήθη εκ Μεσσηνίας προς Τρίπολιν, ένθα έφθασεν περί τα μέσα του ιδίου ύστερα απο μικροσυμπολκάς και αψιμαχίας με τα στρατεύματα του Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα άτινα εφύλασσον τα στενά μεταξύ της Μεσσηνίας και κεντρικής Πελοποννήσου. Εις την Τρίπολιν ο Ιμπραήμ παρέμενεν ολίγας ημέρας για να αναπαυθούν τα στρατεύματά του και εν συνεχεία ησχολήθη να εκκαθαρίση την περιοχήν της Τεγέας και Κυνουρίας απο τα ένοπλα τμήματα των εντοπίων οπλαρχηγών, άτινα θα ήσαν αξιόλογος απειλή κατά την προς νότον πορείαν του, εάν έμενον ανενόχλητα.
Περί τα μέσα Αυγούστου ο Ιμπραήμ ευρίσκετο εις την πεδιάδα της Λακεδαίμονος κατευθυνθείς άνευ χρονοτριβής εναντίον του κάστρου του Μυστρά όπερ προσεπάθησε να κυριεύση εξ εφόδου. Μη δυνηθείς όμως να το καταλάβη προήλασε νοτιώτερον και συνεκέντρωσε τα στρατεύματά του εις τη περιοχήν Χάνια Ταράψης, εξ ής θα εξώρμα δια την κυρίως κατά της Μάνης επίθεσίν του.
Το σχέδιον επιθέσεως προς κατάληψιν της Ανατολικής και εν συνεχεία της Δυτικής Μάνης, προέβλεπε: Μίαν κυρίαν επίθεσιν κατά τον άξονα Γύθειον-Πασσαβάς-Αρεόπολις και μίαν δευτερεύουσαν προς την κατεύθυνσιν των Βαρδουνοχωρίων και εν συνεχεία προς τας περί την Γιάτρισσαν ορεινάς διαβάσεις του Ταυγέτου. Το σχέδιον ήτο ορθολογιστικόν και παρείχε δια τους Αιγυπτίους πολύ καλάς πιθανότητας επιτυχίας, εξαρτωμένης βεβαίως κατά μεγάλον βαθμόν - όπως πάντοτε - και εκ της ποιοτικής και ποσοτικής αντιδράσεως του αντιπάλου.
Οπως εις όλας τα περιπτώσεις και εις την παρούσαν απειλήν η αντίδρασις των Μανιατών υπήρξεν αυτόματος και αυθόρμητος, μη υπαρχούσης ενιαίας Διοικήσεως. Οι κατά τόπους οπλαρχηγοί συνεκέντρωνον τα τμήματά των και κατελάμβανον τα προσφορώτερα κατά την κρίσιν των εδαφικά σημεία ίνα εμποδίσουν την προέλασιν του εχθρού και προκαλέσουν εις αυτόν βαρείας απωλείας. Αλλο μέτρον ήτο η εκκένωσις των πεδινών χωρίων και γενικώς των δυναμένων ευκόλως να προσβληθώσιν υπο του εχθρού και η συγκέντρωσις του πληθυσμού επι των ορεινών κατωκημένων τόπων, όπου η ενέργεια του μάλλον δυσκάμπτου Αιγυπτιακού πεζικού θα ήτο δύσκολος άν μη παντελώς αδύνατον να εκδηλωθή.
Τέλος ολόκληρος η Μάνη Ανατολική και Δυτική ευρίσκετο εις πολεμικόν συναγερμόν και ελαμβάνετο πάν μέτρον, απο απόψεως παρασκευών, το οποίον θα συνέβαλεν εις την επιτυχή απόκρουσιν του εισβολέως. Χαρακτηριστικόν εις την κρίσιμον αυτήν δια την Μάνη απειλήν ήτο το υψηλόν ηθικόν των κατοίκων και η αυτοπεποίθησις των ότι θα νικήσουν εκ νέου τον Ιμπραήμ.
Προς εκτέλεσιν του σχεδίου του ο Αιγυπτιακός στρατός προήλασε και επί των δύο αξόνων, της κυρίας επιθέσεως κατευθυνομένης δια Γυθείου και Πασσαβά προς Αρεόπολιν. Την 27 Αυγούστου οι Αραβες προελάσαντες δυτικώς του κάστρου του Πασσαβά προσέκρουσαν εις οργανωμένην αντίστασιν του Κοσονάκου και Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, οίτινες κατείχον την διάβασιν της Λαγκάδας και τα εκατέρωθεν αυτής δεσπόζοντα υψώματα. Εις μάτην ο Αιγυπτιακός στρατός επιτιθέμενος όλην την ημέραν επιχειρεί να ανατρέψη τους υπερασπιστάς της στενωπού και να εκβιάση την διάβασιν. Την επομένην οι Μανιάται ενισχυθέντες αφ εσπέρας δι επιλέκτων τμημάτων υπο τον Κατσάκον, ανέλαβεν την αντεπίθεσιν καθ ήν οι Αιγύπτιοι ηττηθέντες συνεπτύχθησαν καταδιωκόμενοι εκείθεν του Πασσαβά. Προς συνέχισιν της επιθέσεως του ο Ιμπραήμ αποφασίζει να κατευθύνη την κυρίαν του προσπάθειαν προς τας ορεινάς διαβάσεις του Ταυγέτου παρά τα χωρία Σκυφιάνικα και Πολιτσάραβον, ελπίζων να εύρη ταύτας αφυλάκτους και ίσως παρασυρθείς απο τας προτροπάς ή διαβεβαιώσεις εντοπίου τινός οδηγού, όστις επαρουσιάσθη εις τον Αιγύπτιον στρατάρχην.
Η ΤΡΙΗΜΕΡΟΣ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΑΡΑΒΟΥ
Πράγματι ο Αιγυπτιακός στρατός προελαύνει και καταλαμβάνει τα χωρία Αρχοντικό, Μαλτσίνα σήμερα Μέλισσα, Κόκκινα Λουριά και Αγιο Νικόλαο, οδηγούμενος απο τον Μπόσινα, ίνα δια της Τσεσφίνας αχθεί στο Πολυάραβο. Ο Ιμπραήμ παρέμεινεν επι διήμερον στα ως άνω Βαρδουνοχώρια, προκειμένου ν’αναπαύσει τα στρατεύματά του και να συγκεντρώσει τα αναγκαία τρόφιμα για τις επικείμενες επιχειρήσεις. Ενωρίς την πρωίαν της 28 Αυγούστου εξορμά εναντίον των εις Πολυάραβον συγκεντρωθέντων Μανιατών, κυρίως εντοπίων κατοίκων της περιοχής Μαλευρίου και Βαρδουνοχωρίων.
Το σχέδιό του είναι εμφανές. Αφού δεν μπόρεσε να εκβιάσει την όδευση Πασσαβάς-Χωσιάριον-Καρυούπολις-Βαχός-Αρεόπολις, λόγω της νικηφόρου αντιστάσεως των Μανιατών στη περιοχή Καρυουπόλεως, τότε Μανιάκοβα και Λαγκάδας, εστράφη εκ της περιοχής Γυθείου προς τα Βαρδουνοχώρια επιδιώκων να εισβάλει στη Δυτική Μάνη δια των ορεινών διαβάσεων του Ταυγέτου που ευρίσκονται νοτίως της κορυφής Ζίζιαλι υψομ. 1468 και διέρχονται απο μέσα ή την περιοχή των χωρίων Πολυάραβος και Σκυφιάνικα και φέρνουν στη περιοχή των χωριών Κελεφάς και Οιτύλου. Εάν ο ελιγμός αυτός του Ιμπραήμ επετύγχανε και κατελάμβανε την Κελεφά και το Οίτυλον θα διχοτομούσε τη Μάνη και θα ηδύνατο εύκολα να την κατακτήσει ολόκληρη.
Η επιθετική διάταξη του Ιμπραήμ ήταν απλή και σύμφωνη με τις τότε επικρατούσες τακτικές αντιλήψεις απο την πείρα των Ναπολεοντίων πολέμων και των εκ τούτων διδαγμάτων. Συγκρότησε μιά ισχυρή εμπροσθοφυλακή, δυνάμεως τριών Ταγμάτων, τρείς χιλιάδες περίπου άνδρες και την διέταξε να κινηθεί στη κατεύθυνση Κόκκινα Λουριά-Δεσφίνα, τότε Τσεσφίνα, -Πολυάραβος τον οποίον να καταλάβει το ταχύτερο δυνατό, συντρίβουσα κάθε αντίσταση που θα συναντούσε στο δρόμο της, στη προσπάθεια της να εκπληρώσει την αποστολή της. Επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής έθεσε τον Χουσνή Μπέην, γενναίον φανατικό και ικανότητον αξιωματικό του Αιγυπτιακού στρατού. Οταν η εμπροσθοφυλακή των Αιγυπτίων έφθασε στη Δεσφίνα, προσέκρουσε στην αντίσταση που προήρχετο απο τον πύργο του Θεοδωράκη Σταθάκου, όπου ούτος είχε κλεισθεί με τους οικείους του εμποδίζων την προχώρηση των Αιγυπτίων.
Ο οδηγός τούτων Μπόσινας κατέβαλε προσπαθείας να πείσει τον Σταθάκο να παραδοθεί. Οχι μόνο δεν το κατόρθωσε, αλλά παγιδευθείς απο τον Σταθάκο εφονεύθη υπ αυτού επι τόπου και πολύ πλησίον του πύργου. Επακολούθησε σφοδρή επίθεση των Τουρκο-Αιγυπτίων εναντίον των αμυνομένων εντός του πύργου, οι οποίοι επι ώρες προέβαλον μεγαλειώδη αντίστασιν και τελικά έγιναν ολοκαύτωμα πεσόντες άπαντες υπέρ της Ελληνικής ελευθερίας. Η θυσία όμως των ολίγων αλλά γενναίων υπερασπιστών της ελευθερίας δεν πήγε χαμένη. Εδωσε περισσότερο χρόνο στους Μανιάτες να συγκεντρωθούν στον Πολυάραβο, να καταλάβουν τις σωστές θέσεις και επί πλέον να αντιληφθούν τις τακτικές προθέσεις του Ιμπραήμ και τις αληθινές κατευθύνσεις κινήσεως του στρατού του ώστε να λάβουν τα ενδεικνυόμενα αμυντικά μέτρα.
Πράγματι οι συγκεντρωμένοι στο Πολυάραβο, ενήμεροι των συμβάντων στη Δεσφίνα και εμπνεόμενοι απο το παράδειγμα της θυσίας των, κατέλαβον την πρώτη τους αμυντική τοποθεσία επι του Προφήτου Ηλία και προ της στενωπού Δερβέν-Φούρκα και ανέμενον με αυτοπεποίθηση την εμφάνιση του εχθρού. Ο εχθρός πράγματι μετά το επεισόδιο της Δεσφίνας στο πύργο του Σταθάκου, εσυνέχισε την κίνησή του προς Πολυάραβον καλυπτόμενος απο ευρύτατο κλιμάκιον αναγνωρίσεως το οποίον εκάλυπτε την κίνησιν ολόκληρης της εμπροσθοφυλακής. Οταν οι ανιχνευτές επλησίασαν τις θέσεις των αμυνομένων, τις οποίες κατά το πλείστον ανεγνώρισαν, άρχισαν να βάλουν με αραιά πυρά εναντίον τους, και ενισχύθηκαν αμέσως απο τα ελαφρά τμήματα που τους ακολουθούσαν. Οι αμυνόμενοι που ήσαν σχεδόν αφανείς πίσω απο τις ξερολιθιές και άλλα προκαλύμματα, ψύχραιμοι και με αυτοπεποίθηση, τους άφησαν να πλησιάσουν ανύποπτοι σε απόσταση δραστικής βολής των όπλων τους, σκοπεύοντες έκαστος Μανιάτης απο έναν Αραβα στρατιώτη.
Όταν επλησίασαν αρκετά κοντά, μία αιφνιδιαστική ομοβροντία τους έθεσεν όλους εκτός μάχης, πλην δύο οι οποίοι συρόμενοι με τη κοιλιά τους διέφυγον το θάνατο και ανέφερον στο διοικητή της εμπροσθοφυλακής τις λεπτομέρειες της αναγνωρίσεως και την λήψιν της επαφής με τους αμυνομένους. Ο Χουσνή Μπέης ανέπτυξε ταχέως κατά μέτωπο το μεγαλύτερο μέρος της δυνάμεώς του και διέταξε επίθεση με “εφ όπλου λόγχη” πιστεύων ότι γρήγορα θα συνέτριβε τους αμυνόμενους και θα τους έτρεπε σε άτακτη φυγή. Ο Μανιάτες έμενον ακλόνητοι στις θέσεις τους. Οταν ενεφανίσθη ο εχθρός και στη συνέχεια πλησίαζε την γραμμή των αμυνομένων, το ταχύ και εύστοχο πύρ τούτων, του προκάλεσε φοβερές απώλειες και τον έτρεψε και πάλιν εις φυγήν εγκαταλείψαντα επι του πεδίου της μάχης πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ανασυνταχθείς όμως ταχέως και ενισχυθείς, επετέθη εκ νέου μετά μεγάλης ορμής, αλλά κα πάλιν απεκρούσθη, με περισσότερες απώλειες.
Ο Χουσνί Μπέης αναλογιζόμενος την οργή του Ιμπραήμ, αλλά και την ευθύνη του δια την εκπλήρωση της αποστολής του, που ήταν η κατάληψη του Πολυαράβου, αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ολόκληρη την δύναμή του, ανασυντάσων και τους διασκορπισθέντας, και να επιτεθεί δια τρίτην φοράν εναντίον των αμυνομένων, εκδιώκοντας δια της λόγχης τους αγωνιστές της ελευθερίας. Στη μία το μεσημέρι εδόθη σήμα της εφόδου. Οι Αραβες ορμούν ακάθεκτοι εναντίον των Ελλήνων και έρχονται σχεδόν στα χέρια και μάχονται στήθος με στήθος. Πεισματώδης μάχη συνάπτεται μεταξύ των αντιπάλων. Η ανδρεία όμως των Μανιατών και τα φονικά τους πυρά, αναγκάζουν τους Αραβες που υφίστανται τρομαχτικές απώλειες να υποχωρήσουν ατάκτως και να σκορπίσουν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ετσι η πρώτη απόπειρα εναντίον του Πολυαράβου απέτυχε οικτρότατα για τους Αραβες.
Ο Ιμπραήμ πασάς παρακολουθούσε μετά προσοχής τις πρωινές επιχειρήσεις της εμπροσθοφυλακής του, απο τη θέση του που ήταν επικεφαλής του κυρίου σώματος της δυνάμεως που επιχειρούσε εναντίον του Πολυαράβου. Αντελήφθη εγκαίρως την αδυναμία της εμπροσθοφυλακής να εκπληρώσει την αποστολή της και ενημερώθη λεπτομερώς απο τον Χουσνί μπέη τόσο για τους αμυνομένους όσον και για τα αρνητικά στοιχεία του διεξαχθέντος αγώνος που οδήγησαν στην αποτυχία της εμπροσθοφυλακής να συντρίψει τους αμυνομένους και να καταλάβει τον Πολυάραβο. Με το έδαφος μπροστά του, προέβη σε προσεκτική εκτίμηση της καταστάσεως, και αποφάσισε την συνέχιση της επιθετικής προσπαθείας με τον κύριο όγκο της δυνάμεώς του, ελισσόμενος προς τα αριστερά, και επιδιώκον την υπερκέραση ή την κύκλωση των αμυνομένων, με ταυτόχρονη επίθεση κατά μέτωπον.
Προς εκτέλεση της αποφάσεώς του διέταξεν όπως ένα Τάγμα Πεζικού με μιά ορεινή Πυροβολαρχία, επιτεθεί κατά μήκος του αντερείσματος Κουρκουτσίλι και να καταλάβει το ύψωμα 1037, υπερφαλαγγίζων απο δεξιά τους αμυνομένους, ενω ταυτόχρονα δύο Τάγματα Πεζικού, 2.000 άνδρες θα επετίθεντο μετωπικά. Εφεδρεία της επιχειρήσεως θα αποτελούσαν τα τρία τάγματα της εμπροσθοφυλακής, αναπτυσόμενα και συγκεντρούμενα εις καταλλήλους χώρους. Μέχρις ότου ανεβασθούν τα πυροβόλα με τα χέρια στις θέσεις βολής και οδηγηθούν τα τμήματα στη γραμμή εξορμήσεως, εχρειάσθησαν αρκετές ώρες. Ετσι η ταυτόχρονη επίθεση όλων των τμημάτων εξεδηλώθη την 7 μ.μ. ώραν. Οι αμυνόμενοι, οι οποίοι λόγω θέσεως μπορούσαν να βλέπουν τις περισσότερες κινήσεις του εχθρού, απέκρουσαν και καθήλωσαν την κατά μέτωπον επίθεση των Αράβων. Επίσης όταν άκουσαν τις εκπυρσοκροτήσεις των πυροβόλων τα οποία υπέρκειντο αυτών, και αντελήφθησαν την επιχειρούμενη υπερκέρασή τους, όχι μόνο δεν χάσανε το θάρρος τους και παρέμειναν στις θέσεις τους, αλλά επεκτείναντες το δεξιόν τους αντιμετώπισαν επιτυχώς την απειλή που κατευθύνετο προς τα εκεί. Ετσι ο αγών συνεχίζετο μέχρι της επελεύσεως του σκότους.
Στη συνέχεια, οι επι κεφαλής των αγωνιζομένων Μανιατών, κατόπιν συσκέψεως, και αφού εκτίμησαν την τακτική κατάσταση, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αμυντική γραμμή επι της οποίας αγωνίσθηκαν την πρώτη ημέρα της μάχης του Πολυαράβου, και να συμπτυχθούν διαδοχικά τα τμήματά του απο της 11ης νυκτερινής ώρας και να εγκατασταθούν επι της δευτέρας αμυντικής γραμμής η οποία εκάλυπτε τη Λάκκα-Στεφανάκου και περιελάμβανε την έξοδο της στενωπού Δεβέν-Φούρκα και εστηρίζετο επι των εκατέρωθεν της εξόδου, χαρακτηριστικών υψωμάτων. Την ίδια νύκτα ο Ιμπραήμ Πασάς, αγνοών την σύμπτιξη των Ελλήνων επι της δευτέρας αυτών αμυντικής γραμμής, εξέδωκε διαταγήν δια της οποίας, οι δυνάμεις του που ήσαν σε επαφή με τους αμυνομένους, έπρεπε να επιτεθούν αιφνιδιαστικώς με το πρώτο χάραμα της ημέρας και να καταλάβουν δια της λόγχης τις θέσεις τους, και στη συνέχεια να καταδιώξουν μέχρι τελείας αυτών εξόντωσης. Την 4η πρωινήν ώραν άρχισε η πρέλαση προς κατάληψη της πρώτης αμυντικής τοποθεσίας των Μανιατών, η οποία συνετελέσθη περί την 5.30 ώραν πρωινήν άνευ αντιστάσεως λόγω της νυκτερινής συμπτύξεως των υπερασπιστών της.
Ο Ιμπραήμ όταν πληροφορήθη ότι οι αμυνόμενοι εγκατέλειψαν τις χθεσινές αμυντικές τους θέσεις, και επειγόμενος την πλήρη συντριβή και υποταγή τους διέταξε τον διοικητή της αριστερής του φάλαγγας συνταγματάρχη Οσμάν Βέην να τεθεί σε κίνηση απο της 6ης πρωινής το Τάγμα του και η ορεινή πυροβολαρχία και να καταδιώξει τους συμπτυχθέντες υπερασπιστές του Πολυαράβου, κινούμενος επι της μοναδικής ημιονικής οδού που διέρχεται δια της στενωπού Δεβέν-Φούρκα, σημερινό Σταυρό Πυργάκι και να καταλάβει το χωριό Πολυάραβο. Η πρωτοπορία της φάλαγγας έφθασε κατά την 7ην περίπου ώραν πλησίον της εισόδου της κοιλάδος Λάκκας-Στεφανάκου και εδέχθη δραστικά πυρά κατά μέτωπον και εξ αμφοτέρων των πλευρών της, απο τους αμυνομένους που κατείχον την δεύτερη αμυντική τους τοποθεσία. Η εχθρική αυτή δύναμις που ως άνω ευρέθη μεταξύ τριών πυρών αποδεκατίσθη αμέσως, οι δε διασωθέντες ετράπησαν σε φυγή πανικόβλητοι.
Ο συνταγματάρχης Οσμάν-Βέης πληροφορηθείς τα καθέκαστα διέταξεν όπως ολόκληρη η φάλαγγά του με την υποστήριξη των ορεινών πυροβόλων, προελαύσει απο της 8ης ώρας υπο τας αμέσους διαταγάς του, επιδιώκουσα να διανοίξει την στεβωπόν Δερβέν-Φούρκα και να καταλάβει τον Πολυάραβον. Ολόκληρος η δύναμις αυτή ευρίσκετο εν κινήσει κατά την ορισθείσαν ώραν, και προχωρούσε εναντίον των θέσεων των αμυνομένων, και δια της στενωπού, καθώς και του εκατέρωθεν αυτής πετρώδους και ανωμάλου εδάφους. Αφού ανεπτύχθη προς μάχην άρχισε να βάλλει απο μεγάλες αποστάσεις εναντίον των αμυνομένων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ειδικότερα, η υποστήριξη του πυροβολικού υπήρξε πενιχρά έως μηδενική, διότι λόγω της μεγάλης κλίσεως του εδάφους και της ανωμαλίας του, δεν ευρίσκοντο κατάλληλες θέσεις δια βολήν, και όταν τα πυροβόλα ετάχθησαν οπως-όπως, με την πρώτη βολήν ανετράπησαν, υποστάντα βλάβες και στο σκοπευτικό τους μηχάνημα και στους τροχούς του κιλλίβαντος.
Οι αμυνόμενοι βλέποντας ότι τα πυρά του εχθρού ήσαν χωρίς αποτέλεσμα, γιατί δεν τους προκαλούσαν απώλειες, διατηρούσαν το ηθικό τους και με μεγάλη αυτοπεποίθηση τους ανέμενον να πλησιάσουν στην απόσταση του δραστικού βεληνεκούς των όπλων τους. Οταν τούτο επραγματοποιήθη περί την 9ην πρωινήν ώραν τους υποδέχθηκαν με καταιγισμό ευστόχου πυρός και αμφότεροι οι αντίπαλοι εμάχοντο με πολύ γενναιότητα. Παρά τον άγριο φανατισμό και τη γενναιότητά τους, ο Αραβες μειονεκτούσαν των Ελλήνων γιατί ήταν ακάλυπτοι και υφίσταντο μεγάλες απώλειες. Μιά λυσώδης μάχη που κράτησε σχεδόν 2 ώρες, εξανάγκασε τελικά τους επιτιθέμενους να υποχωρήσουν ατάκτως, αξ αιτίας των βαρυτάτων απωλειών που υπέστησαν και του κλονισμού του ηθικού τους, εγκαταλείψαντες πολλούς νεκρούς επι του πεδίου της μάχης.
Ο Ιμπραήμ Πασάς ευρισκόμενος επί τόπου, και διευθύνων ο ίδιος τις επιχειρήσεις του στρατεύματος, του οποίου ήτο και ο ανώτατος διοικητής του, αντελήφθη την δημιουργηθείσα τακτική κατάσταση της οποίας η ουσία συνίστατο στο ότι, η κατά μέτωπο επίθεσις ήταν καταδικασμένη, διότι το έδαφος ευνοούσε τους αμυνομένους κα επιπλέον οι Μανιάτες ήσαν έμπειροι πολεμιστές ενεργούντες στο έδαφός τους και έκαμνον αρίστη χρησιμοποίηση των όπλων τους. Για να αποφύγει λοιπόν τις μάταιες και άσκοπες απώλειες ανεζήτει λύση η οποία θα παρέκαμπτε το μέτωπο των αμυνομένων και θα του επέτρεπε να επιπέσει αιφνιδιαστικά εναντίον τους, απο κατέυθυνση μη αναμενόμενη. Απο τη προσεκτική μελέτη του εδάφους και τις επίμονες αναγνωρίσεις του ενήργησε στη περιοχή, ενετόπισε κάποιο μονοπάτι που ξεκινούσε απο τον Προφήτη Ηλία και μέσω δυσβάτου και βραχώδους περιοχής που σχημάτιζε στενωπό, την οποία οι κάτοικοι του Πολυαράβου ονόμαζαν “Στενοδιάβατα” συναντούσε τον ημιονικό δρόμο που άρχιζε απο τον Πέρα Κάμπο και κατέληγε στη κοιλάδα Λάκκα-Στεφανάκου, ακριβώς εις το αριστερό πλευρό της παρατάξεως των αμυνομένων.
Ο Ιμπραήμ χωρίς χρονοτριβή διέταξε τον Οσμάν Βέην να αρχίσει απο της 12ης ώρας της δεύτερης μέρας της μάχης του Πολυαράβου, επίθεση παραπλάνησης κατά μέτωπο με επίκεντρο την στενωπό Δερβέν-Φούρκα, ίνα αποσπάσει την προσοχή των αμυνομένων, τον δε Χουσνή-Βέην, με όλην του την δύναμη, να κινηθεί δια της ατραπού Στενοδιάβατα, και στη συνέχεια δια της ημιονικής Πέρα-Κάμπου προελάσει προς την Λάκκα-Στεφανάκου και επιτεθεί αιφνιδιαστικά κατά του αριστερού πλευρού και των νώτων των Μανιατών απο της 3ης μ.μ. ώρας, οπότε και ο Οσμάν Βέης θα εκτόξευε σφοδρή μετωπική επίθεση για να διευκολύνει την όλη επιχείρηση. Ο ορθότατος αυτός “ελιγμός” του Ιμραήμ δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί και να επιτύχει, για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι διότι η κίνηση των τμημάτων του Χουσνή Βέη απο το ανώμαλο δρομολόγιο Στενοδιάβατα”, εβράδυνε υπερβολικά και του έπιασε η νύχτα. Ετσι η συντονισμένη και ταυτόχρονη επίθεση, μετωπική και πλευρική των εχθρικών τμημάτων, εναντίον των αμυνομένων, τελικά δεν εξετελέσθη. Και ο δεύτερος λόγος η αναδιάταξη των Ελληνικών δυνάμεων. Τι σημαίνει αυτό; Οι υπερασπιστές του Πολυαράβου παρακολουθούντες αδιάκοπα τις κινήσεις και τα δρώμενα απο τον Ιμπραήμ επεσήμαναν εγκαίρως την προσπάθεια του εχθρού ν’ανέβη απο τα Στενοδιάβατα στον Πέρα-Κάμπο και εκείθεν να επιτεθεί κατά του αριστερού τους πλευρού. Τούτο ήταν εύκολο να γίνει απο παρατηρητές καταλλήλως τοποθετημένους και περιπόλους που δρούσαν πληροφοριακά. Προφανώς σ’αυτό εβοήθησαν και μερικοί απο τους οδηγούς που κατόρθωσαν ν’αποδράσουν απο τα τμήματα του Ιμπραήμ.
Ετσι οι αμυνόμενοι είχαν όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία τα οποία τους επέτρεπαν ν’αντιληφθούν εγκαίρως την τακτική κατάσταση και να λάβουν επίσης εγκαίρως τις ορθές και σωστικές αποφάσεις που θα δικαίωναν τον αγώνα τους. Επελθούσης λοιπόν της νύχτας, αποφάσισαν να συμπτυχθούν εγκαίρως στην τρίτη αμυντική τους τοποθεσία που ήταν αυτό τούτο το χωριό Πολυάραβος, κτισμένο επι αντερείσματος που εκσπάται απο το ύψωμα Ζίζιαλι (1468). Η τρίτη αυτή αμυντική τοποθεσία, παρείχε πολλά τακτικά πλεονεκτήματα για τους υπερασπιστάς της που αντίστοιχα ήταν μειονεκτήματα για το στρατό του Ιμπραήμ. Παρείχε εξαίρετη θέα του πεδίου της μάχης, άριστα πεδία βολής για τους αμυνόμενους, κάλυψη απο τα πυρά του εχθρού λόγω των οικιών και των μανδρότοιχων του χωριού, ευχέρεια των κινήσεών τους λόγω της απόκρυψης που παρέχει ο κατωκοιμένος τόπος, βραχύτερο ανάπτυγμα άρα πυκνότερη κατοχή και πυρά τέλος αδυναμία παρακάμψεως εκ μέρους του εχθρού.
Τοιουτοτρόπως οί υπαρασπιστές του Πολυαράβου είχαν υψηλόν ηθικόν και πλήρη αυτοπεποίθηση για την νικηφόρων έκβαση της μάχης του χωριού τους που θ’άρχιζε την επόμενη τρίτην ημέραν, των επιθετικών επιχειρήσεων του Ιμπραήμ, ή οποία μάλιστα έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν κατά την διάρκεια της νύχτας έφθασαν στο Πολυάραβο αξιόλογες ενισχύσεις οι οποίες υπερέβαιναν τους χιλίους εμπειροπόλεμους άνδρες με επίσης άξιους, γενναίους και εμπειροπόλεμους αρχηγούς. Έτσι κατα την διάρκεια της νύχτας, ελήφθη η αμυντική διάταξη των Μανιατών, με κέντρο βάρους της άμυνας στη Β.Α. παρυφή του χωριού, όπου ανεμένετο και η κυρία προσπάθεια της τελικής επιθέσης του Ιμπραήμ, και όλοι οι μαχητές ευρίσκοντο στις θέσεις της μάχης και ανέμενον με μεγάλη αυτοπεποίθηση και θάρρος τον επερχόμενο αγώνα. Το πρωί της 3ης ημέρας των επιχειρήσεων, ευρίσκει τα τάγματα του Ιμπραήμ, καταπεπονημένα και με μειωμένο το ηθικό λόγω των βαρειών απωλειών που υπέστησαν, να κατέχουν τη δεύτερη αμυντική γραμμή την οποία μόλις είχαν εγκαταλείψει οι υπερασπιστές της.
Ο Ιμπραήμ εβιάζετο να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και να εκπληρώσει τον σκοπό της εκστρατείας, την υποταγή της Μάνης. Την βιασύνη αυτή προφανώς επέτεινε και η μεγάλη έλλειψη νερού η οποία εβασάνιζε τα τμήματά του, καθώς και τα ζώα τα οποία εχρησιμοποιούσε. Ετσι αποφάσισε να εξαπολύσει ισχυρή επίθεση εναντίον του Πολυαράβου, με όλες του τις δυνάμεις αναλαμβάνων ο ίδιος προσωπικώς και την διοίκηση τωμν τμημάτων και την διεύθυνση των επιχειρήσεων. Προς τούτο διέταξε όπως: Τέσσερα τάγματα υποστηριζόμενα απο το συνολο του πυρβολικού που διέθετε, να επιτεθώσιν απο 8ην πρωινής ώρα, κατά μέτωπον εναντίον των αμυνομένων επι της Β.Α. παρυφής του χωριού, ένα δε τάγμα ανερχόμενο επι των ανατολικών πλευρών του όρους Ζίζιαλι κατευθυνθεί ταχέως προς τη θέση Αγιος Βλάσης και εκείθεν επιτεθεί κατά του αριστερού της όλης αμυντικής παράταξης η οποία υπεράσπιζε τον Πολυάραβο. Εκράτησε ένα τάγμα κοντά του ως εφεδρεία της όλης επιχειρήσεως.
Την 8η πρωινή ώρα της 3ης ημέρας της μάχης του Πολυαράβου εξορμούν τα τάγματα της επιθέσεως, υποστηριζόμενα υπο τα έντονα πυρά του πυροβολικού του οποίου τα πυροβόλα ήταν ταγμένα σε κατάλληλες θέσεις στη Λάκκα-Στεφανάκου, ενώ το τάγμα ελιγμού επιχειρούσε να αναρριχηθεί επί των αποτόμων πλευρών του όρους Ζίζιαλι με λοξή κατεύθυνση προς Αγιον Βλάση. Η κίνηση όλων των τμημάτων ήταν βραδεία λόγω του ανωμάλου και πετρώδους εδάφους. Ως εκ τούτου, τα τάγματα της κατά μέτωπον επιθέσεως μόλις είχαν κατορθώσει να φθάσουν στην κοίτη της χαράδρας της ανατολικά του χωριού, όπου μετά βραχεία στάση προς ανάπαυση συνέχισαν την δια της Ν.Δ. πλευράς της χαράδρας προς τα άνω κατά του Πολυαράβου επίθεσή των.
Ούτω προσεκτικά κινούμενοι οι Αραβες κατόρθωσαν περί την 11ην ώραν να πλησιάσουν τις θέσεις των αμυνομένων, σε απόσταση δραστικής βολής των όπλων τους. Ετσι άρχισε η ανταλλαγή πυρών εκατέρωθεν που εξελίχθη σε φονική και πεισματώδη μάχη εφ όλου του μετώπου, των Αράβων υφισταμένων βαρυτάτας απωλείας λόγω του ευστόχου πυρός των Ελλήνων και της υπεροχής των θέσεών τους και του ηθικού τους, με αποτέλεσμα ν’ανακοπεί η προχώρησή των, καθηλωθέντων εις τας θέσεις των. Ο Ιμπραήμ παρακολουθούσε την μάχη απο ένα παρατηρητήριο που ήταν εγκατεστημένο μετά του επιτελείου του αμέσως Β.Α. του Πολυαράβου. Την κρίσιμη ώρα της μάχης και για να εκβιάσει υπέρ αυτού το αποτέλεσμα, ρίχνει στον αγώνα και το εφεδρικό τάγμα, επιδιώκοντας μετά πείσματος και παρά τις αυξανόμενες απώλειες, να καταλάβει με τις λόγχες, και πάση θυσία, το χωριό Πολυάραβος.
Ετσι τα τμήματά του κατόρθωσαν, παρά την κόπωσή τους να πλησιάσουν περί την 2 μ.μ. ώραν σε απόσταση 200-300 μέτρων απο τις θέσεις των αμυνομένων. Και πάλιν οι υπερασπιστές του Πολυαράβου με τα γρήγορα και εύστοχα πυρά τους ανέκοψαν την ορμή των επιτιθεμένων και σταμάτησαν την περαιτέρω προχώρησή τους προς κατάληψη του χωριού. Μεμονωμένες τινές διεισδύσεις εντός του χωριού, εξοντώθηκαν ταχύτατα απο τους αμυνόμενους. Τέλος οι Ελληνες, όταν αντιλήφθηκαν ότι οι επιτιθέμενοι καθηλώθησαν στις θέσεις τους, και ήσαν ανήμποροι να προχωρήσουν έστω και ελάχιστα, ενθαρρυνόμενοι απο το αίσθημα της υπεροχής τους και την ιαχή οτι η Παναγία είναι κοντά τους, εξήλθον απο τις θέσεις τους και αντεπιτεθέντες με ορμή και θάρρος εναντίον του εχθρού τον ανέτρεψαν και τον εξανάγκασαν περί την 3η μ.μ. σε εσπευσμένη και άτακτη φυγή προς τα Β.Α., πλην ενός τμήματος το οποίο απεκόπη, και δια να μη αιχμαλωτισθή από τους καταδιώκοντας ηναγκάσθη να υποχωρήση προς Μαλεύριον.
Η καταδίωξη των Ελλήνων εξηκολούθησε μέχρι τον Προφήτη Ηλία όπου εγκατέστησαν προφυλακάς ασφαλείας και επανήλθαν στο χωριό προς ανασύνταξη και ανάπαυση απο την κόπωση της μάχης. Το Αραβικό Τάγμα το οποίο εκινείτο επιθετικά προς Αγιο Βλάση, λόγω της δυσκολίας κινήσεώς του εξ αιτίας του εδάφους, δεν επρόλαβε να εκπληρώσει την αποστολή του, και αντιληφθέν ότι η μάχη εκρίθη στον Πολυάραβο και βλέπων τα τάγματα της επιθέσεως να υποχωρούν ατάκτως, ανέκοψε την προχώρησή του και συνεπτύχθη προς Λάκκα-Στεφανάκου και κείθεν ηκολούθησεν τα άλλα τάγματα προς Δεσφίνα.
Κατά την τριήμερο μάχη του Πολυαράβου οι απώλειες των Αιγυπτίων αναβιβάζονται σε 1100 περίπου νεκρούς και 1400 περίπου τραυματίες. Οι απώλειες των Ελλήνων χάρη στο οχυρό των θέσεώς τους σε 28 νεκρούς και 75 τραυματίες, απο τους οποίους 5 γυναίκες. Ο Ιμπραήμ Πασάς, μία ισχυρή στρατιωτική φυσιογνωμία της εποχής του, υπέστη μία νέα μεγάλη και ταπεινωτική ήττα απο τους Μανιάτες κατά την τριήμερη μάχη του Πολυαράβου. Ντροπιασμένος, συγκέντρωσε τα στρατεύματα του, και υπο το φως των γεγονότων και τις πρόσφατες οδυνηρές εμπειρίες του, επανεκτίμησε την γενική και την ειδική κατάσταση που αντιμετώπιζε.
Τότε αντελήφθη ότι η πολεμική αξία και η αποφασιστικότητα των Μανιατών σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα του εδάφους της Μάνης, ορεινού, διακεκομμένου, δύσβατου και χωρίς συγκοινωνίες διέγραφε για τον στρατό του πολύ σοβαρό κίνδυνο, για την ανάληψη νέων παρόποιων επιχειρήσεων, όπου ο Μανιάτες απέδειξαν οτι υπερείχαν κατά πολύ των Αιγυπτίων, καθιστάμενοι σχεδόν αήττητοι, αποφάσισε λοιπόν να εγκαταλείψη την Μάνη και απεσύρθη στις Κροκεές και ακολούθως στο Ελος και κείθεν προήλασεν μέχρι Μονεμβασίας ίνα τιμωρήση τους εκπορθήσαντας το φρούριό της. Στη συνέχεια επανήλθε στην Τρπολη εγκαταλείψας οριστικώς την Λακωνία. Τον Νοέμβριο του 1826 μετεστάθμευσε στη Μεθώνη ίνα διαχειμάσει. Τέλος μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και την απόβαση του Γάλλου στρατηγού Μαιλώνος στη Πελοπόνησσο εγκατέλειψε οριστικώς και την Ελλάδα και επανήλθε στην Αίγυπτο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου